- σαμψουχίζω
- σαμψουχ-ίζω,A resemble marjoram,
τῇ ὀσμῇ Dsc.3.38
.2 flavour or scent with marjoram, in [voice] Pass., Id.2.76.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ ὀσμῇ Dsc.3.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμψουχίζω — και, δ. γρφ., σαμψυχίζω Α [σάμψουχον / σάμψυχον] 1. μοιάζω με το φυτό σάμψουχον* («σαμψουχίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.) 2. παθ. σαμψουχίζομαι μυρίζω όπως το φυτό σάμψουχον* … Dictionary of Greek
σαμψουχίζεται — σαμψουχίζω resemble marjoram pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίζων — σαμψουχίζω resemble marjoram pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)